- προσοργίζομαι
- Αοργίζομαι με κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσοργισθέντα — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp neut nom/voc/acc pl προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθεῖσα — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθείς — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθέντας — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθέντες — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσοργισθέντος — προσοργίζομαι to be angry at aor part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)